- κάτω
- και κάτου (ΑΜ κάτω)επίρρ.1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.)2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της» — κοίταξε χάμωγ. «φιλάδελφα κάτω δάκρυ' εἰβομένη», Σοφ.)3. υπό, υποκάτω (α. «ήταν κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι» β. «εἰς τοὺς ἔνερθε καὶ κάτω χθονὸς τόπους», Αισχύλ.)4. σε έδαφος χαμηλότερο ή γεωγραφικά νοτιότερο, σε τόπο παράλιο, σε αντιδιαστολή με τα μεσόγεια, ή πεδινό, σε αντιδιαστολή με τα ορεινά (α. «κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι» β. «κάτω στον κάμπο και στην καλαμιώνα» γ. «τοὺς δὲ τὴν μεσόγειαν μᾱλλον καὶ μὴ ἐν πόρῳ κατῳκημένους εἰδέναι χρὴ ὅτι, τοῑς κάτω ἤν μη ἀμύνωσι», Θουκ.)5. στη γη, σε αντιδιαστολή με τους ουράνιους κόσμους («ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω», ΠΔ)6. φρ. «ο κάτω κόσμος» — ο Αδηςνεοελλ.1. ως απειλητική προσταγή (α. «κάτω τα χέρια» β. «κάτω το περίστροφο»)2. ως επιφώνημα αποδοκιμασίας («κάτω οι κλέφτες»)3. φρ. α) «είμαστε άνω κάτω» — είμαστε σε πλήρη αταξία ή σε πλήρη αποδιοργάνωσηβ) «στο κάτω κάτω» ή «στο κάτω (κάτω) τής γραφής» — στο τέλος τέλος, τελικάγ) «παίρνω την κάτω βόλτα» — η κατάστασή μου επιδεινώνεταιδ) «πέφτω κάτω»i) ασθενώ, μένω κλινήρηςii) υποβιβάζομαιε) «τό βάζω κάτω» ή «τά ρίχνω κάτω» — υποχωρώ, παραιτούμαιστ) «βάζω κάτω κάποιον» — καταβάλλω κάποιον, υπερτερώ έναντι κάποιουζ) «είμαι από κάτω» — είμαι σε μειονεκτική θέσηη) «πάνω κάτω», i) περίπου («ήταν πάνω κάτω χίλιοι άνθρωποι»)ii) πέρα δώθε, εδώ και εκεί («έκανε συνέχεια βόλτες πάνω κάτω στον διάδρομο»)νεοελλ.-μσν.1. (αόριστα) πέρα («εκεί κάτω» — εκεί πέρα)2. λιγότερο («το εισόδημά του είναι κάτω από 50.000 δραχμές»)3. φρ. α) «βάλλω κάτω» — γκρεμίζω, καταστρέφωβ) «βάνω κάτω στή γῆ» — θάβω, σκοτώνωγ) «βλέπω κάτω κάποιον» — θεωρώ κάποιον κατώτερό μουγ) «βρίσκομαι κάτω» — μειονεκτώδ) «είμαι κάτω» — είμαι υπό την εξουσία κάποιουε) «πέφτω κάτω»i) ταπεινώνομαιii) θεωρούμαι ανάξιος λόγου, απορρίπτομαιστ) «τρέπω κάτω»i) ανατρέπωii) μτφ. ταπεινώνωζ) «τα κάτω»i) τα επίγειαii) το έδαφοςη) «οι κάτω συγγενείς» — οι κατιόντες συγγενείςθ) «η κάτω βασιλεία» — η επίγεια ζωήμσν.«ἡ κάτω τύχη» — η λαϊκή κοινωνική, τάξηαρχ.1. στον Άδη, στον κόσμο που βρίσκεται υπό την γη («τὰν παγκευθῆ κάτω νεκρῶν πλάκα», Σοφ.)2. (με χρον. σημασία) μετέπειτα, αργότερα («ἐπὶ Θησέως καὶ τῶν Κοδριδῶν κάτω», Αιλ.)3. φρ. α) «περί τὰ κάτω χωρῶ» — αποτυγχάνωβ) «τὰ κάτω»i) αφετηρία αγώνων στο στάδιοii) (λογ.) τα υπάλληλα μέλη κατιούσας σειράς γενών ή ειδώνγ) «οἱ κάτω»i) οι πεθαμένοιii) οι νεώτεροι, οι μεταγενέστεροι («τῶν πάλαι μὲν Ἀγαμέμνονα..., τῶν κάτω δὲ τὸν Ἀλέξανδρον καὶ Πύρρον», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρμ. παράλλ. τ. τής προθέσεως και επιρρήματος κατά. Εν αντιθέσει προς άλλα επίρρ. σε -ω, όπως λ.χ. το άνω*, απαντά ως ά συνθετικό αρκετών λ. όλων των περιόδων της Ελληνικής.ΠΑΡ. κάτωθεν, κάτωθι, κατώτατος, κατώτεροςαρχ.-μσν.κατωτικός.ΣΥΝΘ. κατώβλεψ, κατωφέρεια, κατωφερήςαρχ.κατωβλέπων, κατώγειος, κατώγεως, κατωκάρα, κατωνάκη, κατωνακοφόρος, κατώρροπος, κατωφαγάςαρχ.-μσν.κατώγαιος, κατωφόροςμσν.κατωγεγραμμένος, κατωκλινώς, κατωμαγούλα, κατωμάγουλον, κατωσάγουνα, κατωτυχής, κατωφορούμαιμσν.- νεοελλ.κατώ(γε)ι(ον), κατωθιό, κατωσάγονο, κατώφλι (ον)νεοελλ.κατωβλεπούσα, κατωδρομώ, κατωλίθι, κατωλυγίζω, κατωμασέλα, κατωμέρι, κατωμερίτης, κατώμερος, κατώξανθος, κατωπεσμένος, κατωσέντονο, κατώστομα].
Dictionary of Greek. 2013.